Καλό μήνα!!!!!!!!

                                                       Καλό μήνααααα!!!!!!!

                                 Βάλαμε μάρτη!!!!!






ΜΗΠΩΣ ΞΕΧΑΣΑΤΕ ΝΑ ΦΟΡΕΣΕΤΕ ΜΑΡΤΗ;

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΜΑΡΤΗ
Από τη 1η ως τις 31 του Μάρτη, συνηθίζεται να φοριέται στον καρπό του χεριού ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον «Μάρτη» ή «Μαρτιά». Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο «Μάρτης» φοριέται κυρίως από τα παιδιά για να προστατεύει τα πρόσωπά του από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν.
Ο "Μάρτης" φτιάχνεται την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου και φοριέται είτε σαν δαχτυλίδι στα δάχτυλα, είτε στον καρπό του χεριού σαν βραχιόλι. Καμμιά φορά φοριέται ακόμα και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, ώστε να μην σκοντάφτει ο κατοχός του.
"Μάρτη" δεν φορούσαν μόνο οι άνθρωποι. Σε κάποιες περιοχές της χώρας κρεμούσαν την κλωστή όλη τη νύχτα στα κλαδιά μιας τριανταφυλλιάς για να χαρίσουν ανθοφορία, ενώ σε άλλες περιοχές την έβαζαν γύρω από τις στάμνες για να προστατέψουν το νερό από τον ήλιο και να το διατηρήσουν κρύο. Σε άλλες περιοχές το φορούσαν μέχρι να φανούν τα πρώτα χελιδόνια, οπότε και το άφηναν πάνω σε τριανταφυλλιές, ώστε να τον πάρουν τα πουλιά για να χτίσουν τη φωλιά τους. Αλλού πάλι το φορούν ως την Ανάσταση, οπότε και το δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καεί μαζί του.
Ο «Μάρτης» ή «Μαρτιά» είναι ένα παμπάλαιο έθιμο εξαπλωμένο σε όλα τα βαλκάνια, λόγω της υιοθέτησής του από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι και το διατήρησαν. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια, επειδή οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων συνήθιζαν να δένουν μια κλωστή, την «Κρόκη», στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.

«ΜΑΡΤΗΣ»

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΜΑΡΤΗΚατά τις ηλιόλουστες ημέρες του Μαρτίου που ακολουθούσαν τα κρύα του χειμώνα, τα παιδιά έβγαιναν από τα σπίτια και έπεζαν έξω στις αυλές. Οι μητέρες, για να τα προφυλάξουν από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου που θεωρούνται επικίνδυνες, έφτιαχναν και φορούσαν στο χέρι ή στο πόδι των παιδιών τον "Μάρτη", ένα κορδόνι από λευκό και κόκκινο νήμα. 
Ο ήλιος το μάρτιο συνήθως καίει και μαυρίζει τα πρόσωπα των παιδιών: “Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε δεν ξεβάφει”. Η μαυρίλα όμως σήμαινε και ασχήμια, προπάντων για τα κορίτσια που η παράδοση τα ήθελε άσπρα και ροδομάγουλα:  «Ο πόχει κόρη ακριβή, το Μάρτη ο ήλιος μη την ιδεί». Για να αποτρέψουν την επίδραση του ήλιου λοιπόν, έφτιαχναν και φορούσαν τον «μάρτη», ώστε να προστατεύσει τα πρόσωπα των παιδιών από τον ήλιο και να μην καούν. Όταν τον έβγαζαν τον κρεμούσαν σε τριανταφυλλιές, ώστε να γίνουν τα μάγουλά τους κόκκινα σαν τριαντάφυλλα.
Ο "Μάρτης" ουσιαστικά αποτελείται από δύο κλωστές, άσπρη και μία κόκκινη, στριμένες μεταξύ τους, που συμβόλιζαν την αγνότητα και τα χαρά. Σε κάποιες παραδόσεις αναφέρεται και μία χρυσή κλωστή ώστε να συμβολίζεται και η αφθονία.
Συνηθίζεται να φοριέται μέχρι το τέλος του μήνα. Σε ορισμένες περιοχές το μαρτιάτικο βραχιολάκι θεωρείται ιερό από τη λαϊκή παράδοση που δεν είναι πρέπον να πεταχτεί. Για αυτό το φορούσαν μέχρι το Πάσχα και το έδενα στην Αναστάσιμη λαμπάδα για να καεί. Σε άλλες περιοχές έκαιγαν το  βραχιολάκι στις φωτιές που άναβαν για να κάψουν τον Ιούδα.
Η πιο διαδεδομένη όμως αντίληψη φέρει το "Μάρτη" να φοριέται μέχρι να εμφανιστούν τα πρώτα χελιδόνια. Τότε έβγαζαν το Μάρτη και τον αφήναν σε κλαδιά για να τον πάρουν τα πουλιά και να το χρησιμοποιήσουν στην κατασκευή της φωλιάς τους.
Οι Δρίμες του Μάρτη
Η παράδοση θεωρεί τις Δρίμες ως ημέρες γρουσούζικες και κακότυχες, τις λεγόμενες και ως αποφράδες. Θεωρείται ότι δαιμονικά όντα τριγυρίζουν τον κόσμο αυτές τις ημέρες και έκαναν κακό σε όποιον συναντούσαν. Δρίμες είναι όλο το Δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι και τον Αγιασμό των Φώτων (την περίοδο δηλαδή  που αλωνίζουν οι Καλικάντζαροι), όλα τα Σάββατα του Μαρτίου, όλες οι Δευτέρες του Αυγούστου, οι έξι πρώτες ημέρες τ' Αυγούστου (τις ημέρες που κοιτάνε τα ημερομήνια), οι τρεις πρώτες αλλά και οι τρεις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου (που λέγονται και ημέρες της γριάς)
Αυτές τις ημέρες οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προφυλαχτούν για να μην πάθουν κανένα κακό, είτε αυτοί οι ίδιοι, είτε η οικογένεια και το βιός τους. Έμεναν λοιπόν στα σπίτια τους, δεν πήγαιναν στα χωράφια, και δεν έκαναν καμιά δουλειά που μπορούσε να γίνει άλλες ημέρες. Όποιος πήγαινε για δουλειά πάθαινε κάποιο ατύχημα. Εάν πήγαινες στα χωράφια, η σοδειά θα καταστρεφόταν. Ό,τι πλύνεις αυτές τις ημέρες θα λειώσει, όσα ξύλα και να κόψεις θα σαπίσουν, αν λουστείς θα πάθεις κακό. Γι' αυτό ή αποφεύγουν ολότελα να πλύνουν τις μέρες αυτές ρούχα ή, αν πλύνουν, ρίχνουν στο νερό πέταλο, γιατί το σίδερο, όπως πιστεύεται, είναι γιατρικό και αποτρέπει τα δαιμόνια.
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ
Η κατασκευή του "Μάρτη" είναι πολύ απλή. Χρειάζονται μόνο δύο κλωστές κεντήματος, μία κόκκινη και μία άσπρη. Κάνεις από έναν κόμπο στη μία άκρη της καθεμιάς, τη στερεώνεις κάπου με μια καρφίτσα και βάζοντάς την ανάμεσα στις παλάμες σου τη στρίβεις όσο γίνεται περισσότερο. Οταν στριφτεί καλά την κομπιάζεις και απ’ την άλλη άκρη της. Επαναλαμβάνεις με τη δεύτερη κλωστή. Οταν είναι έτοιμες oι στριμμένες τις πιάνεις μαζί -κόκκινη και άσπρη- και τις τεντώνεις. Σε μια στιγμή, τις αφήνεις απ' τη μια άκρη και μπλέκονται από μόνες τους.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ο Μάρτης πήρε το όνομα του από το λατινικό όνομα του θεού Άρη (Mars = Άρης). Είναι ο πρώτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου και αντιστοιχεί με τον Ελαφηβολιώνα των Αρχαίων Ελλήνων.
Στο βυζάντιο γιόρταζαν την πρώτη Μαρτίου με σπουδαίες δραστηριότητες. Ο μεγάλος λαογραφος Λουκάτος αναφέρει τα <χελιδονίσματα> που προέρχονται απο την αρχαιότητα. Την Πρώτη Μαρτίου οι μικροί έφτιαχναν ένα ομοίωμα χελιδονιού και τραγουδώντας το ανάλογο τραγούδι πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουν αυγά.
Το έθιμο του Μάρτη γιορτάζεται ίδιο και απαράλλαχτο στα Σκόπια με την ονομασία «Μάρτινκα» και στην Αλβανίαως «Βερόρε». Οι κάτοικοι των δυο γειτονικών μας χωρών φορούν βραχιόλια από κόκκινη και άσπρη κλωστή για να μην τους «πιάσει» ο ήλιος, τα οποία και βγάζουν στα τέλη του μήνα ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι. Άλλοι πάλι, δένουν τον «Μάρτη» σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία, ενώ μερικοί τον τοποθετούν κάτω από μια πέτρα κι αν την επόμενη ημέρα βρουν δίπλα της ένα σκουλήκι, σημαίνει ότι η υπόλοιπη χρονιά θα είναι πολύ καλή.
Τηρώντας παραδόσεις και έθιμα αιώνων, οι Βούλγαροι, την πρώτη ημέρα του Μάρτη, φορούν στο πέτο τους στολίδια φτιαγμένα από άσπρες και κόκκινες κλωστές που αποκαλούνται «Μαρτενίτσα». Σε ορισμένες περιοχές της Βουλγαρίας, οι κάτοικοι τοποθετούν έξω από τα σπίτια τους ένα κομμάτι κόκκινου υφάσματος για να μην τους «κάψει η γιαγιά Μάρτα» (Μπάμπα Μάρτα, στα βουλγαρικά), που είναι η θηλυκή προσωποποίηση του μήνα Μάρτη. Η «Μαρτενίτσα» λειτουργεί στη συνείδηση του βουλγαρικού λαού ως φυλαχτό, το οποίο μάλιστα είθισται να προσφέρεται ως δώρο μεταξύ των μελών της οικογένειας, συνοδευόμενο από ευχές για υγεία και ευημερία.
Το ασπροκόκκινο στολίδι της 1ης του Μάρτη φέρει στα ρουμανικά την ονομασία «Μαρτιζόρ». Η κόκκινη κλωστή συμβολίζει την αγάπη για το ωραίο και η άσπρη την αγνότητα του φυτού χιονόφιλος, που ανθίζει τον Μάρτιο και είναι στενά συνδεδεμένο με αρκετά έθιμα και παραδόσεις της Ρουμανίας. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Θεός - Ήλιος μεταμορφώθηκε σε νεαρό άνδρα και κατέβηκε στη Γη για να πάρει μέρος σε μια γιορτή. Τον απήγαγε, όμως, ένας δράκος, με αποτέλεσμα να χαθεί και να βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι. Μια ημέρα ένας νεαρός, μαζί με τους συντρόφους του σκότωσε τον δράκο και απελευθέρωσε τον Ήλιο, φέροντας την άνοιξη. Ο νεαρός έχασε τη ζωή του και το αίμα του -λέει ο μύθος- έβαψε κόκκινο το χιόνι. Από τότε, συνηθίζεται την 1η του Μάρτη όλοι οι νεαροί να πλέκουν το «Μαρτισόρ», με κόκκινη κλωστή που συμβολίζει το αίμα του νεαρού άνδρα και την αγάπη προς τη θυσία και άσπρη που συμβολίζει την αγνότητα.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Η λαϊκή φαντασία έδωσε στο Μάρτιο ένα σωρό παρατσούκλια, όπως Ανοιξιάτης (γιατί είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης), ΓδάρτηςΠαλουκοκάφτης ΚλαψομάρτηςΠεντάγνωμος (για το ευμετάβλητο του καιρού), Βαγγελιώτης(λόγω της γιορτής του Ευαγγελισμού), Φυτευτής, και άλλα δηλωτικά της φυσιογνωμίας του, που έχουν σχέση με ιδιότητες ή πράξεις που του αποδίδονται.
Τα πιο πολλά από αυτά βρίσκονται μέσα στις παραδόσεις και τις παροιμίες που έπλασε ο λαός για να εξηγήσει τις απότομες μεταβολές του καιρού ή τις βαρυχειμωνιές που παρατηρούνται μέσα στο Μάρτη και που πάντα είναι επικίνδυνες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
«Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης,
τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούργια ξεριζώνει».
στην οποία και χρωστάει τα παρατσούκλια γδάρτης και παλουκοκάφτης.
Για τις μεγάλες του παγωνιές λένε: «Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο».
ενώ για την αντιμετώπιση του κρύου άλλες παροιμίες συμβουλεύουν:
«Φύλλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια».
«Το Μάρτη φύλα άχερα μη χάσεις το ζευγάρι».
«Τσοπάνη μου την κάπα σου το Μάρτη φύλαγε την».
«Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».
Η ΚΑΤΕΡΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ
Στα πολύ παλιά χρόνια ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Μια κατεργαριά όμως που έκαμε σε βάρος των άλλων μηνών που ήταν τα αδέλφια του στάθηκε αιτία για να του πάρει την πρωτοκαθεδρία ο Γενάρης.
«Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να φτιάξουνε κρασί σε ένα βαρέλι ώστε να μπορούν να πίνουν όποτε τους ερχόταν η όρεξη.
Έτσι λοιπόν είπε ο Μάρτης:
- Εγώ θα ρίξω πρώτος μούστο στο βαρέλι για να γίνει κρασί και ύστερα ρίχνετε κι εσείς.
- Καλά, ρίξε εσύ πρώτος του είπαν οι άλλοι.
Ετσι και έγινε. Έριξε πρώτα εκείνος στο βαρέλι το μούστο και ύστερα ακολούθησαν και οι άλλοι μήνες.
Όταν λοιπόν ζυμώθηκε ο μούστος και έγινε το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης.
- Εγώ που έριξα πρώτος το μούστο, πρώτος θ' αρχίσω και να πίνω.
-Βέβαια, είπαν οι άλλοι, έτσι είναι το σωστό.
Έτσι λοιπόν τρύπησε το βαρέλι στο κάτω μέρος, και άρχισε να πίνει, ως που ήπιε όλο το κρασί και δεν άφησε ούτε στάλα. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει να πιεί κρασί. Πηγαίνει και το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους. Τ' ακούνε εκείνοι θυμώνουνε και σκέφτωνται τι να κάνουν. Συμφωνούν όλοι λοιπόν να τον τιμωρήσει ο Γενάρης που ήταν και ο μεγαλύτερος αδελφός. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα γερό χέρι ξύλο. Του αφαιρεί και το πρωτείο που είχε, να αρχίζει δηλαδή το έτος κάθε Μάρτη, και έγινε να αρχίζει το έτος από το Γενάρη.
Από τότε όταν ο Μάρτης θυμάται το παιχνίδι που έκανε στα αδέλφια του και τους ήπιε όλο το κρασί, γελάει και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν πάλι θυμάται το ξύλο που έφαγε κλαίει και βρέχει».
Η παράδοση, που με μικρές παραλλαγές τη συναντάμε και αλλού είναι αιτιολογική και σκοπεύει στην εξήγηση της ακασταστασίας του καιρού που συνήθως χαρακτηρίζει το Μάρτη.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ
Το ίδιο φαινόμενο εξηγούν και άλλες παραδόσεις που αναφέρονται στη γυναίκα του Μάρτη.
Κάποτε οι μήνες αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο καθένας βρήκε μια γυναίκα που του άρεσε και την παντρεύτηκε. Ο Μάρτης δε φρόντισε το ζήτημα μόνος του και έβαλε προξενητάδες να του βρούνε μια γυναίκα. Εκείνοι του φέρανε μια κοπέλα η οποία ήταν τυλιγμένη με ένα μαντίλι και του είπαν ότι είναι πολύ όμορφη. Ευκολόπιστος όπως ήταν, την παντρεύτηκε.
Όταν όμως έμειναν μόνοι και έβγαλε το μαντίλι της, τι να δει; Δεν υπήρχε πιο άσχημη στον κόσμο!
Από τότε κάθε φορά που τη θυμόταν άστραφτε, βροντούσε, έβρεχε, έριχνε μπόρες, έκανε παγωνιές. Μόνο όταν ξεχνιόταν μερικές φορές, ηρεμούσε, γαλήνευε κι έκανε καλό καιρό!
Στη Μεσσηνία, λόγου χάρη, λένε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Μάρτης, από μπροστά ήταν πολύ άσχημη, ενώ από πίσω ήταν πολύ όμορφη. Όταν ο Μάρτης τη βλέπει καταπρόσωπο κλαίει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως την κοιτάζει από τις πλάτες ευχαριστιέται και ο καιρός καλοσυνεύει.
Γι' αυτό λέγεται και η παροιμία: «Ο Μάρτης πότε κλαίει και πότε γελάει».
Σε άλλες περιοχές η παράδοση θέλει το Μάρτη νε έχει δύο γυναίκες, τη μια πολύ όμορφη και φτωχή και την άλλη πολύ άσχημη και πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση και όταν γυρίζει κατά την άσχημη, κατσουφιάζει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως γυρίζει κατά την όμορφη, χαίρεται και γελάει, και ο καιρός είναι καλός. ζεστός με ήλιο. Τις περισσότερες φορές όμως γυρίζει κατά την άσχημη επειδή αυτή είναι η πλούσια που τρέφει και την φτωχή, την όμορφη.
Έτσι άλλωστε προτιμούν το Μάρτιο και οι χωρικοί, βροχερό, επειδή η σοδειά τους θα είναι καλύτερη. Άλλωστε το βεβαιώνουν και αρκετές παροιμίες.
«Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».
«Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».
«Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές».
«Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης παρά Μάρτης λιοπυριάρης».
«Μάρτης βροχερός θεριστής κουραστικός».
«Μάρτης κλαψής θεριστής χαρούμενος».
«Μάρτης πουκαμισάς δεν σου δίνει να μασάς».
«Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απριλης αλλη μία,
να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».
και η πασίγνωστη, που είναι παραλλαγή της προηγούμενης:
«Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα,
χαράς σ' εκείνο το ζευγά πόχει πολλά σπαρμένα».
Η παράδοση της λιθωμένης γριάς
Τα απρόοπτα της βαρυχειμωνιάς που συνήθως επιφυλάσσουν οι τελευταίες ημέρες του Μάρτη, οι «μέρες της γριάς» όπως λέγονται, θέλει να εξηγήσει η παράδοση της «λιθωμένης γριάς».
"Ητανε μια φορά μια γριά κι είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότε είχε εικοσιοχτώ ημέρες και ο Φλεβάρης τριανταμία.
Ήρθε λοιπόν εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα πράματα της, ξεγελάστηκε και είπε:
«Πρίτσι Μάρτη μου, στην πομπή σου. Μπήκες, βγήκες τίποτα δε μου έκανες. Τα αρνάκια και τα κατσικάκια μου τα ξεχείμασα».
Τότε ο Μάρτης πείσμωσε και δανείστηκε τρεις ημέρες απ' το Φλεβάρη και έριξε χιόνια πολλά.
Ήταν τόσο άσχημος ο καιρός, που η γριά και τα ζωντανά της πέτρωσαν από το κρύο.
Για αυτό που έπαθε εκείνη η γριά, τις τρεις τελευταίες ημέρες του Μάρτη τις λένε ημέρες των γριών.
Σε κάποια χωριά ονοματίζουνε κάθε μία από αυτές τις ημέρες με το όνομα μίας από τις πιο ηλικιωμένες γριές του χωριού. Αν τύχει καλή ημέρα θεωρούν πως η γριά είναι καλή, ενώ αν τύχει κακοκαιρία λένε πως έγινε από την κακία της γριάς.
Από τότε λένε ότι έχει ο Μάρτης τριανταμία ημέρες και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ. Για αυτό άλλωστε το λένε κουτσό και κουτσοφλέβαρο.

πηγή:εκπαιδευτική κλίμακα





  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Θέατρο στο σχολείο μας!!!!!!!

                                                Θέατρο στο σχολείο μας!!!!!!!!!!!!

Σήμερα Τρίτη 16 Φεβρουαρίου

ήρθε η θεατρική ομάδα "παραμυθοχώρα"στο σχολείο 

μας και μας παρουσίασε το έργο 

"ο Τζακ και η μαγική φασολιά"











  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Ημέρα -νύχτα!!!!!!

 
                                    Ημέρα -νύχτα!!!!!!!!




Αυτό το διάστημα παράλληλα με το πρόγραμμα αγωγής που δουλεύουμε ασχοληθήκαμε με την εναλλαγή ημέρας νύχτας.

Διαβάσαμε το παραμύθι

 της Μέρας και της Νύχτας

 


 
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε ένας μυλωνάς με τη γυναίκα του στην άκρη του κόσμου. Ο καλός ο μυλωνάς έμενε σ’ ένα σπιτάκι δίπλα στο ποτάμι, αλλά τον πιο πολύ καιρό τον περνούσε στο μύλο του, έναν μεγάλο πέτρινο ανεμόμυλο που άπλωνε τα χέρια του μέχρι ψηλά στον ουρανό.
Εκείνα τα χρόνια, ο βασιλιάς Ήλιος έκανε δύσκολη τη ζωή των ανθρώπων. Για βδομάδες μπορεί να θύμωνε και να κρυβόταν και τότε ο κόσμος σταματούσε τις δουλειές του, άφηνε τα ζώα καταμεσής στα χωράφια κι έτρεχε στο σπίτι του. Μέσα στο σκοτάδι πολλοί έχαναν το δρόμο τους, τα παιδιά παρατούσαν τα παιχνίδια τους και γκρίνιαζαν όλη μέρα κλεισμένα μέσα στους τέσσερις τοίχους.
Άλλοτε πάλι ο βασιλιάς Ήλιος καρφωνόταν στον ουρανό και δεν το κουνούσε ρούπι για μήνες. Οι αγρότες δούλευαν για τόσες πολλές ώρες και δεν καταλάβαιναν ότι έπρεπε να σταματήσουν για να ξεκουραστούν, ώστε πολλοί κοιμόντουσαν όρθιοι δίπλα στα ζώα τους. Οι βοσκοί κυνηγούσαν τα μαντρώσουν τα κατσίκια τους, αλλά εκείνα δεν σταματούσαν τα παιχνίδια στις πλαγιές κάτω από τον φωτεινό Ήλιο. Οι γυναίκες φώναζαν που έκαναν ολημερής δουλειές, σκούπισμα, μαγείρεμα σφουγγάρισμα και δεν είχαν χρόνο και διάθεση να καθίσουν δίπλα στη φωτιά και με το λιγοστό φως να κεντήσουν την προίκα τους ή να φτιάξουν πλεξούδες τα μαλλιά τους για να γίνουν όμορφες.

Ο καλός ο μυλωνάς, όμως, ποτέ δεν βαρυγκωμούσε, ποτέ δεν γκρίνιαζε. Όταν είχε συνέχεια φως, καθόταν στο μύλο του κι άλεθε τα ξανθά σιτάρια κι απ’ την καρδιά τους έβγαινε το ψωμί του κοσμάκη. Όταν έπεφτε σκοτάδι, κλεινόταν στο σπιτάκι του με την κυρά του και μπροστά στο τσουκάλι που άχνιζε, λέγανε ιστορίες. Ο βασιλιάς Ήλιος έβλεπε το αγαπημένο ζευγάρι μα πιο πολύ άκουγε την αγαθή μυλωνού που είχε πάντα ένα γλυκό λόγο στο στόμα. Ένα πράγμα μόνο την πίκραινε: ότι δεν είχαν παιδιά για να τα στολίζει, να τους λέει παραμύθια, να τα μαθαίνει τραγουδάκια και να τα νανουρίζει όταν θα έπεφταν κουρασμένα από τα παιχνίδια στα κρεβατάκια τους.
Ένα πρωινό που ο Ήλιος είχε βγει για σεργιάνι πάνω από τον κόσμο, ξανάκουσε τα μοιρολόγια της μυλωνούς. Ράγισε η καρδιά του κι έτσι της έστειλε ένα περιστέρι μ’ ανθρώπινη λαλιά για να την παρηγορήσει:
-Σώπα κυρά μου, της είπε δασκαλεμένο το περιστεράκι. Σώπα κι άλλοι που έχουν παιδιά έχουν μεγάλα βάσανα.
– Πουλί μου, είναι μεγάλος ο καημός μου. Όχι ότι έχω παράπονο από τη ζωή μας. Αλλά αυτό με τρώει.
– Αχ κυρά μου, φαντάσου ο έρημος ο Ήλιος κοτζάμ βασιλιάς κι έχει χάσει το μπούσουλα από τις δυο κόρες του, τη Μέρα και τη Νύχτα. Τον έχουν τρελάνει τόσο που άλλοτε ξεχνάει ν’ ανατείλει κι άλλοτε να δύσει. Δύσκολα κορίτσια και κακότροπα.
– Περιστέρι μου, να τα “χα εγώ τα κορίτσια του κι ας μου κάνανε τη ζωή μου μαρτύριο! είπε τότε η μυλωνού στο πουλί χωρίς να ξέρει ότι ήταν βαλτό από τον Ήλιο.
Όταν το άκουσε ο Ήλιος πήρε τη γρήγορη απόφαση να ευεργετήσει την μυλωνού για την καλή κι υπομονετική καρδιά της, αλλά και να βάλει μια τάξη στο βασίλειό του που κόντευαν οι δυο του κόρες να το γκρεμίσουν συθέμελα, παίρνοντας στο λαιμό τους όλα τα ζωντανά και τα άψυχα του κόσμου. Έτσι, μια και δυο, έδωσε ανθρώπινη μορφή στις πριγκίπισσες του και τις έστειλε μέσα σε δυο καλαθάκια μπροστά στο κατώφλι της μυλωνούς.
Μέσα στον ύπνο του το ζευγάρι άκουσε στην εξώπορτά του φωνές μωρών κι άνοιξε τρομαγμένο το σιδερένιο μάνταλο. Όταν είδαν τα δύο κοριτσάκια, ένα ξανθό και κάτασπρο κι ένα με μαύρα μαλλιά και σκοτεινά μάτια, δεν πίστευαν ότι μια τέτοια τύχη είχε χτυπήσει τη δική τους πόρτα. Τότε, φάνηκε ξανά το περιστέρι και τους είπε με την ίδια λαλιά:
-Είναι το δώρο του βασιλιά σε σας που είσαστε οι πιο πιστοί και καλόκαρδοι από το βασίλειό του. Σας δίνει τις κόρες του για όσο θα ζείτε και σας ζητά να τις κάνετε να μάθουν να σέβονται τους γονείς, να υπακούνε και να νιώθουν ευγνωμοσύνη για όσα τους έχουν δοθεί. Όταν θα μεγαλώσουν, θα γυρίσουν ξανά πριγκιποπούλες στο βασίλειό του, αλλά, όπως ελπίζει ο πατέρας τους, με περισσότερο μυαλό.
Όσο μεγάλωναν τα δυο κορίτσια λες και η χαρά είχε μπει μέσα στο σπίτι του μυλωνά και της γυναίκας του. Αλλά αν κι η μυλωνού έδειχνε γλύκα και υπομονή με τα καπρίτσια τους, η Μέρα και η Νύχτα συνέχεια μαλώνανε, ποια είναι η πιο όμορφη, η πιο άξια, η πιο ικανή, κάνανε ζημιές και βάζανε σε βάσανα και το βασιλιά πατέρα τους και τους ανθρώπινους γονείς τους.
Ο Ήλιος συνέχιζε να ζαλίζεται με τις φωνές και τους καυγάδες τους, σκόρπιζε το σκοτάδι και πάγωνε ο κόσμος από το κρύο ή καιγόταν το πελεκούδι από τις καυτερές αχτίνες του. Η μυλωνού δεν είχε μετανιώσει ούτε στιγμή για τις κόρες που της είχαν δοθεί, αλλά ο μυλωνάς έσπαγε το κεφάλι του για να δει πώς θα έκανε τα κορίτσια του να μονοιάσουν και να είναι αγαπημένα.
Μια μέρα, ο μυλωνάς αποφάσισε να πάρει μαζί του στο μύλο τη Μέρα. Πήραν μαζί τους φαγητό και νερό και κάθισαν με τις ώρες αλέθοντας το αλεύρι του κοσμάκη.
-Είσαι μια άξια κόρη, προκομμένη και αγαπάς τη δουλειά και τη δημιουργία, την παίνεψε ο μυλωνάς. Εσύ, όταν θα γίνεις βασιλοπούλα, θα πρέπει να φροντίζεις τους ανθρώπους με το φως σου, να καρπίζεις τα χωράφια, να βοηθάς τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο και να μαθαίνουν γράμματα. Όλα είναι στο δικό σου χέρι και πρέπει να χαίρεσαι που θα έχεις τόση δύναμη και θα κάνεις καλό στον κόσμο.
Τότε, για πρώτη φορά, η Μέρα μαλάκωσε και έδωσε το χεράκι της στο μυλωνά, όταν γύρισαν κουρασμένοι πίσω στο σπίτι τους.
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, βρήκαν τη μυλωνού να κάνει πλεξίδες τα μαύρα μαλλιά της Νύχτας και να της τραγουδάει ένα όμορφο νανούρισμα. Κουρασμένη η Μέρα έφαγε κι έπεσε να κοιμηθεί. Τότε ήρθε η σειρά της Νύχτας. Ο μυλωνάς την πήρε από το χέρι και βγήκαν μέσα στο δάσος. Η Νύχτα άκουγε τους ψίθυρους των ξωτικών, το μουρμούρισμα του ρυακιού κι όλο και περισσότερο μαγευόταν.
– Αυτό είναι το δικό σου βασίλειο, της είπε τότε ο μυλωνάς. Εσύ, όταν θα γίνεις βασιλοπούλα, θα καρφώνεις στα μαλλιά σου τα φωτεινά άστρα, θα χαρίζεις την ξεκούραση στον εργάτη, τα όνειρα στα παιδιά, τον έρωτα στους αγαπημένους. Θα σε τραγουδήσουν πολλοί και θα σε αγαπήσουν περισσότεροι. Χωρίς εσένα ο κόσμος θα είναι μισός. Η μοίρα το έφερε να είσαστε με την αδερφή σου δεμένες. Δεν μπορεί η μια να κάνει χωρίς την άλλη. Μόνο έτσι θα ζήσει καλύτερα κι ο κόσμος.
Η Νύχτα, αν και κοριτσάκι, με τη σοφία των αιώνων της, κατάλαβε πόσο δίκιο είχε ο μυλωνάς. Όταν γύρισαν πια στο σπίτι, χαμογέλασε στη Μέρα που είχε μόλις ξυπνήσει κι έπεσε να κοιμηθεί στην αγκαλιά της μυλωνούς.
Η Μέρα και η Νύχτα ζήσανε μαζί με το μυλωνά και τη γυναίκα του μέχρι τα βαθιά γεράματα των ανθρώπινων γονιών τους, έμαθαν να αγαπούν τους ανθρώπους και τα ζώα, να φροντίζουν τη φύση και να υπακούνε στον ουράνιο πατέρα τους. Ο Ήλιος τις έβλεπε από ψηλά και καμάρωνε για τις μυαλωμένες κόρες του, καταλαβαίνοντας ότι είχαν μάθει το μάθημά τους και ήξεραν πια τον προορισμό τους.
Κι έτσι, μετά από πολλά χρόνια, η Νύχτα και η Μέρα ξαναγίνανε βασιλοπούλες στο βασίλειο του Ήλιου και μονοιασμένες κυβερνούσαν από κει και μετά τις ζωές των ανθρώπων.

 
 



Η Γη είναι σαν τον μύλο στην παιδική χαρά και γυρίζει συνεχώς.



 
Στο μακρινό διάστημα κι΄άλλοι  πλανήτες γυρίζουν γύρω από
τον εαυτό τους. Άλλοι βιάζονται πολύ και άλλοι πάνε με την ησυχία τους. Η Γη χρειάζεται μια ημέρα για να κάνει μια
ολόκληρη περιστροφή.' Οπου ο Ήλιος φωτίζει τη Γη  ,έχει φως και ζέστη ,,όπου δεν τη φωτίζει εκεί έχει νύχτα. 
Είδαμε τη θέση της χώρας μας επάνω στην υδρόγειο και ένα παιδάκι μένοντας ακίνητο έκανε τον ήλιο και καθώς γυρίζαμε την υδρόγειο λέγαμε ποιες χώρες έχουν ημέρα και ποιες νύχτα.
 
Παρακολουθήσαμε βίντεο με την περιστοφή της γης
 
 
 
 
 
 
 
 
Μιλήσαμε για τις δραστηριότητες που μπορούμε να κάνουμε την ημέρα και ανάλογα τη νύχτα.
 
Βάλαμε στο πάτωμα δύο στεφάνια ένα κίτρινο  για την ημέρα και ένα μπλε για τη νύχτα, τα παιδιά έδειξαν με το σώμα τους δραστηριότητες που μπορούμε  να κάνουμε μόλις βραδιάσει και όταν ξυπνήσουμε. Τα άλλα νήπια έπρεπε να ανακαλύψουν τη δραστηριότητα και να πουν ολοκληρωμένη την πρόταση π.χ Μόλις ξυπνήσω πλένω τα δόντια μου.
Φτιάξαμε τον τροχό  ημέρα -νύχτα
 





 
Η Γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο και αλλάζουν οι εποχές
 



 φτιάξαμε τον ήλιο ,τον ερμή και τη γη και κάναμε αναπαράσταση την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο και του ερμή γύρω από τη γη




 




 
 
 
Παίξαμε με τις εποχές
 





Φτιάξαμε τη γη να γυρίζει γύρω από τον ήλιο και τον ερμή γύρω από τη γη







 
 
 
Διαβάσαμε τον μύθο της Περσεφόνης
 

Η ομορφόμαλλη και σεμνή θέα, η Δήμητρα, είχε μια κόρη. Την λέγαν Περσεφόνη κι όλοι τη θαύμαζαν για την ομορφιά και τη χάρη της κίνησής της. Καθώς η Περσεφόνη έπαιζε μια μέρα με τις φίλες της, τις Νύμφες, στα λιβάδια, κάπου στην άκρη του κόσμου, μαζεύοντας μενεξέδες και κρίνους, ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο ξακουστός Πλούτωνας ή Άδης όπως τον λέγανε οι περισσότεροι, βρήκε την ευκαιρία και άρπαξε την Περσεφόνη που από καιρό του άρεσε. Για να ακριβολογώ την ξεγέλασε! Πως; Ακούστε!

Ο Πλούτωνας είδε την Περσεφόνη να τρέχει στα δάση και να γελά και να ‘ναι ξέγνοιαστη κι ανέμελη. Και τόσο του άρεσε που την αγάπησε αμέσως. Ρώτησε λοιπόν τον αδερφό του, το Δία:

“Δία, να αντέξω άλλο στου Κάτω Κόσμου τη μοναξιά και το σκοτάδι, δεν το μπορώ δίχως γυναίκα κάποια όμορφη κι εμένα ν’ αγαπήσει. Το πιο δύσκολο απ’ όλους μας βασίλειο μου έλαχε, στη σκοτεινιά βουτηγμένο”, είπε ο Άδης στον αδερφό του.

“Θέλω την κόρη σου, ποια μη ρωτήσεις. Ποια άλλη παρά εκείνη που έκαμες με τη Δήμητρα. Θα ζήσει σα βασίλισσα μαζί μου και θα ‘ναι του Κάτω Κόσμου η αρχόντισσα”, του είπε ο Άδης. Το σκέφτηκε λιγάκι ο Δίας και δεν βρήκε κάποιο πρόβλημα αλλά έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος έξυπνος για να μην αντιδράσει η μητέρα της, η Δήμητρα.

Άφησε λοιπόν ο Δίας τη Γη να φτιάξει ένα λουλούδι τόσο όμορφο που κανένας δε θα μπορούσε να αντισταθεί στην ομορφιά του και τη λάμψη των χρωμάτων του. Από τη ρίζα του ξεφύτρωσαν εκατό λουλούδια και η απίστευτη μυρωδιά του ευωδίασε ολόκληρη τη θάλασσα και τον ουρανό ολάκερο.

Σε αυτό το πανέμορφο λουλούδι, παιδιά, όπως ήταν φυσικό δεν αντιστάθηκε ούτε η Περσεφόνη. Έσκυψε να το κόψει και να το μυρίσει μα ξαφνικά…η Γη σχίστηκε στα δυο κι από μέσα ξεπρόβαλε ο Άδης πάνω στο άρμα του που το έσερναν τα αθάνατα άλογά του. Πήρε την Περσεφόνη και έφυγε τόσο γρήγορα που δεν τον είδε κανένα μάτι, μήτε ανθρώπου, μήτε ζώου.

Η Δήμητρα μαύρισε από τη στενοχώρια της. Ρωτούσε απεδώ, ρωτούσε απεκεί, τίποτα και κανένας! Μα το χειρότερο ήταν πως κανείς δεν πολυνοιαζόταν να τη βοηθήσει.

Εννιά μέρες και άλλες τόσες νύχτες με δάδες αναμμένες στα χέρια της τριγύρισε στεριές και θάλασσες σ’ όλη τη γη που διαφέντευε ψάχνοντας για την κόρη της. Τίποτα όμως και κανείς και πουθενά!

“Την αγάπησε ο γιος των Τιτάνων, ο Άδης και την πήρε κοντά του, στον Κάτω Κόσμο», της είπε ο Ήλιος.

Θύμωσε η θεά. Και μετά το θυμό, οργίστηκε. Και μετά την οργή, φώναξε: «Πως το επέτρεψε αυτό ο Δίας; Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό;»

Άρχισε να περιπλανιέται δω κι εκεί, μη μπορώντας να χωνέψει αυτό που της έκαναν. Κάποια μέρα, φτάνοντας στην Ελευσίνα, μεταμορφώθηκε σε γριά και κάθισε κοντά στο Παρθένιο πηγάδι, κάτω από τον στέρεο ίσκιο μιας πλατειάς ελιάς. Εκεί τη συνάντησαν οι τέσσερις κόρες του βασιλιά Κελεού και της βασίλισσας Μετάνειρας που είχαν έρθει να πάρουν νερό. Η Δήμητρα τους ξεφούρνισε μια ιστορία ότι δήθεν την είχαν αιχμαλωτίσει ληστές στην Κρήτη και κατάφερε να δραπετεύσει. «Αν έχετε κάποιο σπίτι παραδουλεύτρα να γενώ ή παραμάνα κάποιο παιδί να κρατώ και να αναθρέφω, πείτε μου σας παρακαλώ, μη μείνω στο δρόμο», τους είπε με πειθώ και πονηριά η θεά. Εκείνες τη συμπάθησαν και την πήραν κοντά τους να αναθρέψει τον μικρό τους αδερφό, το Δημοφώντα. Έτσι η θεά Δήμητρα έγινε η παραμάνα του παιδιού και το μεγάλωνε με ξεχωριστό τρόπο: το μύρωνε με αμβροσία, το ζέσταινε με την ανάσα της, το περνούσε πάνω και κοντά στη φωτιά για να γίνει ανίκητο κι αθάνατο, σα θεός.

Αλλά το παιδί άρχιζε να μοιάζει πραγματικά με θεό. Τόσο πολύ που μια νύχτα η μάνα του, η Μετάνειρα, παραφύλαξε τη γερόντισσα, είδε το παιδί της να κάνει τον ακροβάτη πάνω από τις φλόγες της φωτιάς και έμπηξε αμέσως τις φωνές σηκώνοντας το παλάτι στο πόδι. Αμέσως, που λέτε, τα μάγια λύθηκαν κι η γερόντισσα έγινε και πάλι η θεά Δήμητρα.

«Δόξα θα χάριζα άφθαρτη στο λατρεμένο σου το γιο, αθάνατο κι αγέραστο θα σου τον είχα κάνει, μα εσύ ανόητα πως θα τον βλάψω νόμισες, τώρα μεγάλωσέ τον συ με τις παραδουλεύτρες σου», είπε η θεά Δήμητρα στη Μετάνειρα με θυμό μεγάλο. Αμέσως ζήτησε να χτιστεί ναός προς τιμήν της και πράγματι ο βασιλιάς Κελεός φώναξε όλους τους πολίτες της Ελευσίνας και πραγματοποίησαν την επιθυμία της θεάς μέσα σε λίγες μέρες.

Μόλις ολοκληρώθηκε ο ναός, η θεά Δήμητρα μπήκε μέσα και δεν έβγαινε για κανέναν λόγο. Ήταν τέτοιος ο θυμός της εκείνό τον καιρό που όλη τη χρονιά δε φύτρωσε στη γη ούτε ένα τόσο δα λουλούδι, ένα χορταράκι, έστω για να ξεραθεί μετά από λίγο. Οι άνθρωποι άρχισαν να πεινούν, κανένας σπόρος για να φάνε πουθενά. Τα ζώα το ίδιο, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους, ποιο θα φάει ποιο για να ζήσει.

Μπροστά σε αυτήν την καταστροφή, να αφανιστεί δηλαδή ολόκληρη η γη κι οι άνθρωποι μαζί, ο Δίας άρχισε να το ξανασκέφτεται. Έστειλε τον φτερωτό Ερμή στον Άδη για να παρακαλέσει τον Πλούτωνα να αφήσει την Περσεφόνη να γυρίσει στη μητέρα της. Ο θεός του Κάτω Κόσμου δέχθηκε να την αφήσει μα καθώς την αποχαιρετούσε της έδωσε να φάει μερικά κατακόκκινα σπυριά από τη μαγική του ρόδια. Η Περσεφόνη έφαγε από το ρόδι και δέθηκε με το βασίλειο του Πλούτωνα για πάντα. Πως έγινε αυτό;

Η Περσεφόνη ανέβηκε ξανά στη Γη, αντάμωσε με την αγαπημένη της μητέρα, τη θεά Δήμητρα, αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Εξαιτίας της μαγικής ροδιάς, η Περσεφόνη δε θα μπορούσε να μείνει για πάντα στη γη ή στον Όλυμπο. Το ρόδι, καρπός των νεκρών και θύμηση του Κάτω Κόσμου, την υποχρέωνε να ζει κάθε χρόνο οκτώ μήνες στο φως μαζί με τη μητέρα της, τους θεούς και τους ανθρώπους και τέσσερις μήνες να τρυπώνει στα έγκατα της γης και να ζει με τον άντρα της, τον Πλούτωνα.

Τους οκτώ μήνες που η Περσεφόνη είναι στη γη, η θεά Δήμητρα, η θεά της γης και της βλάστησης, ανθίζει και ευλογεί τα πάντα από τη χαρά της ενώ τους τέσσερις μήνες που φεύγει για τον Κάτω Κόσμο, όλοι οι καρποί των ανθρώπων μαραζώνουν και μαραίνονται όπως και η θεά Δήμητρα από τη λύπη της.

 
 
 
Είδαμε τον μύθο της Περσεφόνης
 
 
 
 

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS