Θέατρο στο σχολείο μας!!!!!!!

                                                Θέατρο στο σχολείο μας!!!!!!!!!!!!

Σήμερα Τρίτη 16 Φεβρουαρίου

ήρθε η θεατρική ομάδα "παραμυθοχώρα"στο σχολείο 

μας και μας παρουσίασε το έργο 

"ο Τζακ και η μαγική φασολιά"











  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Ημέρα -νύχτα!!!!!!

 
                                    Ημέρα -νύχτα!!!!!!!!




Αυτό το διάστημα παράλληλα με το πρόγραμμα αγωγής που δουλεύουμε ασχοληθήκαμε με την εναλλαγή ημέρας νύχτας.

Διαβάσαμε το παραμύθι

 της Μέρας και της Νύχτας

 


 
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε ένας μυλωνάς με τη γυναίκα του στην άκρη του κόσμου. Ο καλός ο μυλωνάς έμενε σ’ ένα σπιτάκι δίπλα στο ποτάμι, αλλά τον πιο πολύ καιρό τον περνούσε στο μύλο του, έναν μεγάλο πέτρινο ανεμόμυλο που άπλωνε τα χέρια του μέχρι ψηλά στον ουρανό.
Εκείνα τα χρόνια, ο βασιλιάς Ήλιος έκανε δύσκολη τη ζωή των ανθρώπων. Για βδομάδες μπορεί να θύμωνε και να κρυβόταν και τότε ο κόσμος σταματούσε τις δουλειές του, άφηνε τα ζώα καταμεσής στα χωράφια κι έτρεχε στο σπίτι του. Μέσα στο σκοτάδι πολλοί έχαναν το δρόμο τους, τα παιδιά παρατούσαν τα παιχνίδια τους και γκρίνιαζαν όλη μέρα κλεισμένα μέσα στους τέσσερις τοίχους.
Άλλοτε πάλι ο βασιλιάς Ήλιος καρφωνόταν στον ουρανό και δεν το κουνούσε ρούπι για μήνες. Οι αγρότες δούλευαν για τόσες πολλές ώρες και δεν καταλάβαιναν ότι έπρεπε να σταματήσουν για να ξεκουραστούν, ώστε πολλοί κοιμόντουσαν όρθιοι δίπλα στα ζώα τους. Οι βοσκοί κυνηγούσαν τα μαντρώσουν τα κατσίκια τους, αλλά εκείνα δεν σταματούσαν τα παιχνίδια στις πλαγιές κάτω από τον φωτεινό Ήλιο. Οι γυναίκες φώναζαν που έκαναν ολημερής δουλειές, σκούπισμα, μαγείρεμα σφουγγάρισμα και δεν είχαν χρόνο και διάθεση να καθίσουν δίπλα στη φωτιά και με το λιγοστό φως να κεντήσουν την προίκα τους ή να φτιάξουν πλεξούδες τα μαλλιά τους για να γίνουν όμορφες.

Ο καλός ο μυλωνάς, όμως, ποτέ δεν βαρυγκωμούσε, ποτέ δεν γκρίνιαζε. Όταν είχε συνέχεια φως, καθόταν στο μύλο του κι άλεθε τα ξανθά σιτάρια κι απ’ την καρδιά τους έβγαινε το ψωμί του κοσμάκη. Όταν έπεφτε σκοτάδι, κλεινόταν στο σπιτάκι του με την κυρά του και μπροστά στο τσουκάλι που άχνιζε, λέγανε ιστορίες. Ο βασιλιάς Ήλιος έβλεπε το αγαπημένο ζευγάρι μα πιο πολύ άκουγε την αγαθή μυλωνού που είχε πάντα ένα γλυκό λόγο στο στόμα. Ένα πράγμα μόνο την πίκραινε: ότι δεν είχαν παιδιά για να τα στολίζει, να τους λέει παραμύθια, να τα μαθαίνει τραγουδάκια και να τα νανουρίζει όταν θα έπεφταν κουρασμένα από τα παιχνίδια στα κρεβατάκια τους.
Ένα πρωινό που ο Ήλιος είχε βγει για σεργιάνι πάνω από τον κόσμο, ξανάκουσε τα μοιρολόγια της μυλωνούς. Ράγισε η καρδιά του κι έτσι της έστειλε ένα περιστέρι μ’ ανθρώπινη λαλιά για να την παρηγορήσει:
-Σώπα κυρά μου, της είπε δασκαλεμένο το περιστεράκι. Σώπα κι άλλοι που έχουν παιδιά έχουν μεγάλα βάσανα.
– Πουλί μου, είναι μεγάλος ο καημός μου. Όχι ότι έχω παράπονο από τη ζωή μας. Αλλά αυτό με τρώει.
– Αχ κυρά μου, φαντάσου ο έρημος ο Ήλιος κοτζάμ βασιλιάς κι έχει χάσει το μπούσουλα από τις δυο κόρες του, τη Μέρα και τη Νύχτα. Τον έχουν τρελάνει τόσο που άλλοτε ξεχνάει ν’ ανατείλει κι άλλοτε να δύσει. Δύσκολα κορίτσια και κακότροπα.
– Περιστέρι μου, να τα “χα εγώ τα κορίτσια του κι ας μου κάνανε τη ζωή μου μαρτύριο! είπε τότε η μυλωνού στο πουλί χωρίς να ξέρει ότι ήταν βαλτό από τον Ήλιο.
Όταν το άκουσε ο Ήλιος πήρε τη γρήγορη απόφαση να ευεργετήσει την μυλωνού για την καλή κι υπομονετική καρδιά της, αλλά και να βάλει μια τάξη στο βασίλειό του που κόντευαν οι δυο του κόρες να το γκρεμίσουν συθέμελα, παίρνοντας στο λαιμό τους όλα τα ζωντανά και τα άψυχα του κόσμου. Έτσι, μια και δυο, έδωσε ανθρώπινη μορφή στις πριγκίπισσες του και τις έστειλε μέσα σε δυο καλαθάκια μπροστά στο κατώφλι της μυλωνούς.
Μέσα στον ύπνο του το ζευγάρι άκουσε στην εξώπορτά του φωνές μωρών κι άνοιξε τρομαγμένο το σιδερένιο μάνταλο. Όταν είδαν τα δύο κοριτσάκια, ένα ξανθό και κάτασπρο κι ένα με μαύρα μαλλιά και σκοτεινά μάτια, δεν πίστευαν ότι μια τέτοια τύχη είχε χτυπήσει τη δική τους πόρτα. Τότε, φάνηκε ξανά το περιστέρι και τους είπε με την ίδια λαλιά:
-Είναι το δώρο του βασιλιά σε σας που είσαστε οι πιο πιστοί και καλόκαρδοι από το βασίλειό του. Σας δίνει τις κόρες του για όσο θα ζείτε και σας ζητά να τις κάνετε να μάθουν να σέβονται τους γονείς, να υπακούνε και να νιώθουν ευγνωμοσύνη για όσα τους έχουν δοθεί. Όταν θα μεγαλώσουν, θα γυρίσουν ξανά πριγκιποπούλες στο βασίλειό του, αλλά, όπως ελπίζει ο πατέρας τους, με περισσότερο μυαλό.
Όσο μεγάλωναν τα δυο κορίτσια λες και η χαρά είχε μπει μέσα στο σπίτι του μυλωνά και της γυναίκας του. Αλλά αν κι η μυλωνού έδειχνε γλύκα και υπομονή με τα καπρίτσια τους, η Μέρα και η Νύχτα συνέχεια μαλώνανε, ποια είναι η πιο όμορφη, η πιο άξια, η πιο ικανή, κάνανε ζημιές και βάζανε σε βάσανα και το βασιλιά πατέρα τους και τους ανθρώπινους γονείς τους.
Ο Ήλιος συνέχιζε να ζαλίζεται με τις φωνές και τους καυγάδες τους, σκόρπιζε το σκοτάδι και πάγωνε ο κόσμος από το κρύο ή καιγόταν το πελεκούδι από τις καυτερές αχτίνες του. Η μυλωνού δεν είχε μετανιώσει ούτε στιγμή για τις κόρες που της είχαν δοθεί, αλλά ο μυλωνάς έσπαγε το κεφάλι του για να δει πώς θα έκανε τα κορίτσια του να μονοιάσουν και να είναι αγαπημένα.
Μια μέρα, ο μυλωνάς αποφάσισε να πάρει μαζί του στο μύλο τη Μέρα. Πήραν μαζί τους φαγητό και νερό και κάθισαν με τις ώρες αλέθοντας το αλεύρι του κοσμάκη.
-Είσαι μια άξια κόρη, προκομμένη και αγαπάς τη δουλειά και τη δημιουργία, την παίνεψε ο μυλωνάς. Εσύ, όταν θα γίνεις βασιλοπούλα, θα πρέπει να φροντίζεις τους ανθρώπους με το φως σου, να καρπίζεις τα χωράφια, να βοηθάς τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο και να μαθαίνουν γράμματα. Όλα είναι στο δικό σου χέρι και πρέπει να χαίρεσαι που θα έχεις τόση δύναμη και θα κάνεις καλό στον κόσμο.
Τότε, για πρώτη φορά, η Μέρα μαλάκωσε και έδωσε το χεράκι της στο μυλωνά, όταν γύρισαν κουρασμένοι πίσω στο σπίτι τους.
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, βρήκαν τη μυλωνού να κάνει πλεξίδες τα μαύρα μαλλιά της Νύχτας και να της τραγουδάει ένα όμορφο νανούρισμα. Κουρασμένη η Μέρα έφαγε κι έπεσε να κοιμηθεί. Τότε ήρθε η σειρά της Νύχτας. Ο μυλωνάς την πήρε από το χέρι και βγήκαν μέσα στο δάσος. Η Νύχτα άκουγε τους ψίθυρους των ξωτικών, το μουρμούρισμα του ρυακιού κι όλο και περισσότερο μαγευόταν.
– Αυτό είναι το δικό σου βασίλειο, της είπε τότε ο μυλωνάς. Εσύ, όταν θα γίνεις βασιλοπούλα, θα καρφώνεις στα μαλλιά σου τα φωτεινά άστρα, θα χαρίζεις την ξεκούραση στον εργάτη, τα όνειρα στα παιδιά, τον έρωτα στους αγαπημένους. Θα σε τραγουδήσουν πολλοί και θα σε αγαπήσουν περισσότεροι. Χωρίς εσένα ο κόσμος θα είναι μισός. Η μοίρα το έφερε να είσαστε με την αδερφή σου δεμένες. Δεν μπορεί η μια να κάνει χωρίς την άλλη. Μόνο έτσι θα ζήσει καλύτερα κι ο κόσμος.
Η Νύχτα, αν και κοριτσάκι, με τη σοφία των αιώνων της, κατάλαβε πόσο δίκιο είχε ο μυλωνάς. Όταν γύρισαν πια στο σπίτι, χαμογέλασε στη Μέρα που είχε μόλις ξυπνήσει κι έπεσε να κοιμηθεί στην αγκαλιά της μυλωνούς.
Η Μέρα και η Νύχτα ζήσανε μαζί με το μυλωνά και τη γυναίκα του μέχρι τα βαθιά γεράματα των ανθρώπινων γονιών τους, έμαθαν να αγαπούν τους ανθρώπους και τα ζώα, να φροντίζουν τη φύση και να υπακούνε στον ουράνιο πατέρα τους. Ο Ήλιος τις έβλεπε από ψηλά και καμάρωνε για τις μυαλωμένες κόρες του, καταλαβαίνοντας ότι είχαν μάθει το μάθημά τους και ήξεραν πια τον προορισμό τους.
Κι έτσι, μετά από πολλά χρόνια, η Νύχτα και η Μέρα ξαναγίνανε βασιλοπούλες στο βασίλειο του Ήλιου και μονοιασμένες κυβερνούσαν από κει και μετά τις ζωές των ανθρώπων.

 
 



Η Γη είναι σαν τον μύλο στην παιδική χαρά και γυρίζει συνεχώς.



 
Στο μακρινό διάστημα κι΄άλλοι  πλανήτες γυρίζουν γύρω από
τον εαυτό τους. Άλλοι βιάζονται πολύ και άλλοι πάνε με την ησυχία τους. Η Γη χρειάζεται μια ημέρα για να κάνει μια
ολόκληρη περιστροφή.' Οπου ο Ήλιος φωτίζει τη Γη  ,έχει φως και ζέστη ,,όπου δεν τη φωτίζει εκεί έχει νύχτα. 
Είδαμε τη θέση της χώρας μας επάνω στην υδρόγειο και ένα παιδάκι μένοντας ακίνητο έκανε τον ήλιο και καθώς γυρίζαμε την υδρόγειο λέγαμε ποιες χώρες έχουν ημέρα και ποιες νύχτα.
 
Παρακολουθήσαμε βίντεο με την περιστοφή της γης
 
 
 
 
 
 
 
 
Μιλήσαμε για τις δραστηριότητες που μπορούμε να κάνουμε την ημέρα και ανάλογα τη νύχτα.
 
Βάλαμε στο πάτωμα δύο στεφάνια ένα κίτρινο  για την ημέρα και ένα μπλε για τη νύχτα, τα παιδιά έδειξαν με το σώμα τους δραστηριότητες που μπορούμε  να κάνουμε μόλις βραδιάσει και όταν ξυπνήσουμε. Τα άλλα νήπια έπρεπε να ανακαλύψουν τη δραστηριότητα και να πουν ολοκληρωμένη την πρόταση π.χ Μόλις ξυπνήσω πλένω τα δόντια μου.
Φτιάξαμε τον τροχό  ημέρα -νύχτα
 





 
Η Γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο και αλλάζουν οι εποχές
 



 φτιάξαμε τον ήλιο ,τον ερμή και τη γη και κάναμε αναπαράσταση την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο και του ερμή γύρω από τη γη




 




 
 
 
Παίξαμε με τις εποχές
 





Φτιάξαμε τη γη να γυρίζει γύρω από τον ήλιο και τον ερμή γύρω από τη γη







 
 
 
Διαβάσαμε τον μύθο της Περσεφόνης
 

Η ομορφόμαλλη και σεμνή θέα, η Δήμητρα, είχε μια κόρη. Την λέγαν Περσεφόνη κι όλοι τη θαύμαζαν για την ομορφιά και τη χάρη της κίνησής της. Καθώς η Περσεφόνη έπαιζε μια μέρα με τις φίλες της, τις Νύμφες, στα λιβάδια, κάπου στην άκρη του κόσμου, μαζεύοντας μενεξέδες και κρίνους, ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο ξακουστός Πλούτωνας ή Άδης όπως τον λέγανε οι περισσότεροι, βρήκε την ευκαιρία και άρπαξε την Περσεφόνη που από καιρό του άρεσε. Για να ακριβολογώ την ξεγέλασε! Πως; Ακούστε!

Ο Πλούτωνας είδε την Περσεφόνη να τρέχει στα δάση και να γελά και να ‘ναι ξέγνοιαστη κι ανέμελη. Και τόσο του άρεσε που την αγάπησε αμέσως. Ρώτησε λοιπόν τον αδερφό του, το Δία:

“Δία, να αντέξω άλλο στου Κάτω Κόσμου τη μοναξιά και το σκοτάδι, δεν το μπορώ δίχως γυναίκα κάποια όμορφη κι εμένα ν’ αγαπήσει. Το πιο δύσκολο απ’ όλους μας βασίλειο μου έλαχε, στη σκοτεινιά βουτηγμένο”, είπε ο Άδης στον αδερφό του.

“Θέλω την κόρη σου, ποια μη ρωτήσεις. Ποια άλλη παρά εκείνη που έκαμες με τη Δήμητρα. Θα ζήσει σα βασίλισσα μαζί μου και θα ‘ναι του Κάτω Κόσμου η αρχόντισσα”, του είπε ο Άδης. Το σκέφτηκε λιγάκι ο Δίας και δεν βρήκε κάποιο πρόβλημα αλλά έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος έξυπνος για να μην αντιδράσει η μητέρα της, η Δήμητρα.

Άφησε λοιπόν ο Δίας τη Γη να φτιάξει ένα λουλούδι τόσο όμορφο που κανένας δε θα μπορούσε να αντισταθεί στην ομορφιά του και τη λάμψη των χρωμάτων του. Από τη ρίζα του ξεφύτρωσαν εκατό λουλούδια και η απίστευτη μυρωδιά του ευωδίασε ολόκληρη τη θάλασσα και τον ουρανό ολάκερο.

Σε αυτό το πανέμορφο λουλούδι, παιδιά, όπως ήταν φυσικό δεν αντιστάθηκε ούτε η Περσεφόνη. Έσκυψε να το κόψει και να το μυρίσει μα ξαφνικά…η Γη σχίστηκε στα δυο κι από μέσα ξεπρόβαλε ο Άδης πάνω στο άρμα του που το έσερναν τα αθάνατα άλογά του. Πήρε την Περσεφόνη και έφυγε τόσο γρήγορα που δεν τον είδε κανένα μάτι, μήτε ανθρώπου, μήτε ζώου.

Η Δήμητρα μαύρισε από τη στενοχώρια της. Ρωτούσε απεδώ, ρωτούσε απεκεί, τίποτα και κανένας! Μα το χειρότερο ήταν πως κανείς δεν πολυνοιαζόταν να τη βοηθήσει.

Εννιά μέρες και άλλες τόσες νύχτες με δάδες αναμμένες στα χέρια της τριγύρισε στεριές και θάλασσες σ’ όλη τη γη που διαφέντευε ψάχνοντας για την κόρη της. Τίποτα όμως και κανείς και πουθενά!

“Την αγάπησε ο γιος των Τιτάνων, ο Άδης και την πήρε κοντά του, στον Κάτω Κόσμο», της είπε ο Ήλιος.

Θύμωσε η θεά. Και μετά το θυμό, οργίστηκε. Και μετά την οργή, φώναξε: «Πως το επέτρεψε αυτό ο Δίας; Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό;»

Άρχισε να περιπλανιέται δω κι εκεί, μη μπορώντας να χωνέψει αυτό που της έκαναν. Κάποια μέρα, φτάνοντας στην Ελευσίνα, μεταμορφώθηκε σε γριά και κάθισε κοντά στο Παρθένιο πηγάδι, κάτω από τον στέρεο ίσκιο μιας πλατειάς ελιάς. Εκεί τη συνάντησαν οι τέσσερις κόρες του βασιλιά Κελεού και της βασίλισσας Μετάνειρας που είχαν έρθει να πάρουν νερό. Η Δήμητρα τους ξεφούρνισε μια ιστορία ότι δήθεν την είχαν αιχμαλωτίσει ληστές στην Κρήτη και κατάφερε να δραπετεύσει. «Αν έχετε κάποιο σπίτι παραδουλεύτρα να γενώ ή παραμάνα κάποιο παιδί να κρατώ και να αναθρέφω, πείτε μου σας παρακαλώ, μη μείνω στο δρόμο», τους είπε με πειθώ και πονηριά η θεά. Εκείνες τη συμπάθησαν και την πήραν κοντά τους να αναθρέψει τον μικρό τους αδερφό, το Δημοφώντα. Έτσι η θεά Δήμητρα έγινε η παραμάνα του παιδιού και το μεγάλωνε με ξεχωριστό τρόπο: το μύρωνε με αμβροσία, το ζέσταινε με την ανάσα της, το περνούσε πάνω και κοντά στη φωτιά για να γίνει ανίκητο κι αθάνατο, σα θεός.

Αλλά το παιδί άρχιζε να μοιάζει πραγματικά με θεό. Τόσο πολύ που μια νύχτα η μάνα του, η Μετάνειρα, παραφύλαξε τη γερόντισσα, είδε το παιδί της να κάνει τον ακροβάτη πάνω από τις φλόγες της φωτιάς και έμπηξε αμέσως τις φωνές σηκώνοντας το παλάτι στο πόδι. Αμέσως, που λέτε, τα μάγια λύθηκαν κι η γερόντισσα έγινε και πάλι η θεά Δήμητρα.

«Δόξα θα χάριζα άφθαρτη στο λατρεμένο σου το γιο, αθάνατο κι αγέραστο θα σου τον είχα κάνει, μα εσύ ανόητα πως θα τον βλάψω νόμισες, τώρα μεγάλωσέ τον συ με τις παραδουλεύτρες σου», είπε η θεά Δήμητρα στη Μετάνειρα με θυμό μεγάλο. Αμέσως ζήτησε να χτιστεί ναός προς τιμήν της και πράγματι ο βασιλιάς Κελεός φώναξε όλους τους πολίτες της Ελευσίνας και πραγματοποίησαν την επιθυμία της θεάς μέσα σε λίγες μέρες.

Μόλις ολοκληρώθηκε ο ναός, η θεά Δήμητρα μπήκε μέσα και δεν έβγαινε για κανέναν λόγο. Ήταν τέτοιος ο θυμός της εκείνό τον καιρό που όλη τη χρονιά δε φύτρωσε στη γη ούτε ένα τόσο δα λουλούδι, ένα χορταράκι, έστω για να ξεραθεί μετά από λίγο. Οι άνθρωποι άρχισαν να πεινούν, κανένας σπόρος για να φάνε πουθενά. Τα ζώα το ίδιο, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους, ποιο θα φάει ποιο για να ζήσει.

Μπροστά σε αυτήν την καταστροφή, να αφανιστεί δηλαδή ολόκληρη η γη κι οι άνθρωποι μαζί, ο Δίας άρχισε να το ξανασκέφτεται. Έστειλε τον φτερωτό Ερμή στον Άδη για να παρακαλέσει τον Πλούτωνα να αφήσει την Περσεφόνη να γυρίσει στη μητέρα της. Ο θεός του Κάτω Κόσμου δέχθηκε να την αφήσει μα καθώς την αποχαιρετούσε της έδωσε να φάει μερικά κατακόκκινα σπυριά από τη μαγική του ρόδια. Η Περσεφόνη έφαγε από το ρόδι και δέθηκε με το βασίλειο του Πλούτωνα για πάντα. Πως έγινε αυτό;

Η Περσεφόνη ανέβηκε ξανά στη Γη, αντάμωσε με την αγαπημένη της μητέρα, τη θεά Δήμητρα, αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Εξαιτίας της μαγικής ροδιάς, η Περσεφόνη δε θα μπορούσε να μείνει για πάντα στη γη ή στον Όλυμπο. Το ρόδι, καρπός των νεκρών και θύμηση του Κάτω Κόσμου, την υποχρέωνε να ζει κάθε χρόνο οκτώ μήνες στο φως μαζί με τη μητέρα της, τους θεούς και τους ανθρώπους και τέσσερις μήνες να τρυπώνει στα έγκατα της γης και να ζει με τον άντρα της, τον Πλούτωνα.

Τους οκτώ μήνες που η Περσεφόνη είναι στη γη, η θεά Δήμητρα, η θεά της γης και της βλάστησης, ανθίζει και ευλογεί τα πάντα από τη χαρά της ενώ τους τέσσερις μήνες που φεύγει για τον Κάτω Κόσμο, όλοι οι καρποί των ανθρώπων μαραζώνουν και μαραίνονται όπως και η θεά Δήμητρα από τη λύπη της.

 
 
 
Είδαμε τον μύθο της Περσεφόνης
 
 
 
 

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS